μονομερίδα

μονομερίδα
η
μικρό δηλητηριώδες φίδι, τού οποίου το δάγκωμα είναι θανατηφόρο, δηλαδή το φίδι μιας μέρας, που η δραστικότητα τού δηλητηρίου του δεν έχει αμβλυνθεί από την επίδραση τών ηλιακών ακτίνων («οχιά και μονομερίδα να σέ φάει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον-ημερίδα, με αφομοιωτική τροπή τού -η- σε -ο (< μον-ήμερος + επίθημα -ίδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”